άσκιαχτος

άσκιαχτος
η , ο бесстрашный, неустрашимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "άσκιαχτος" в других словарях:

  • άσκιαχτος — και άσκιαστος, η, ο (AM ἀσκίαστος, ον) αυτός που δεν σκεπάζεται από σκιά νεοελλ. εκείνος που δεν σκιάζεται, ο ατρόμητος μσν. όποιος δεν είναι σκεπασμένος με σκουριά …   Dictionary of Greek

  • άσκιαχτος — η, ο επίρρ. α άφοβος, ατρόμητος: Στον πόλεμο είχε δειχτεί άσκιαχτο παλικάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασκίαστος — ἀσκίαστος, ον (Μ) βλ. άσκιαχτος …   Dictionary of Greek

  • απτόητος — η, ο επίρρ. α άφοβος, ατρόμητος, άσκιαχτος: Μ όλα όσα είχε υποφέρει έμενε απτόητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»